-
1 луч
1. мат. η ημιευθεία 2. (пучок света, электронов) η ακτίν/α (του φωτός)отражённый - της ανάκλασης/αντανάκλασης- ες χ(χι)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > луч
-
2 луч
луч м η αχτίδα, η ακτίνα· ультрафиолетовые \лучй οι υπεριώδεις ακτίνες· инфракрасные \лучй οι υπέρυθρες ακτίνες* * *мη αχτίδα, η ακτίναультрафиоле́товые лучи́ — οι υπεριώδεις ακτίνες
инфракра́сные лучи́ — οι υπέρυθρες ακτίνες
-
3 ακτίνα
[-ις (ίνος)] η1) луч; ακτίνες τού ηλίου лучи солнца; κοσμικές ακτίνες космические лучи; ακτίνες Χ рентгеновские лучи; υπεριώδεις ακτίνες ультрафиолетовые лучи; υπέρυθρες ακτίνες инфракрасные лучи; 2) прям., перен. радиус;ακτίνα κύκλου — радиус круга;
ακτίνα ενεργείας ( — или δράσεως) — радиус действия;
3):ακτίνα (τροχού) — спица (колеса)